- μέτρηση
- (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου. Χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση τραυματισμών, φλεγμονών και εκφύλισης των νεύρων. Το εξεταζόμενο νεύρο ερεθίζεται με ένα ηλεκτρόδιο, τοποθετημένο σε γνωστή απόσταση από το προηγούμενο, που ανιχνεύει τις ηλεκτρικές ώσεις, οι οποίες έχουν διασχίσει το νεύρο. Η ταχύτητα με την οποία διενεργείται η συγκεκριμένη διαδρομή μετριέται και συγκρίνεται με τη θεωρούμενη ως φυσιολογική ταχύτητα. 2) μ. της αλδοστερόνης. Ορμόνη που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων. Επιδρά επί των νεφρών, ώστε να ελέγχεται η ποσότητα άλατος και νερού που χάνεται με τα ούρα, γεγονός που επηρεάζει τον όγκο και την πίεση του αίματος. Το τεστ αυτό γίνεται και για τη διερεύνηση των αιτίων της υπέρτασης. Τα υψηλά επίπεδα αλδοστερόνης στο αίμα και τα ούρα είναι ενδεικτικά πάθησης των νεφρών ή των επινεφριδίων. 3) μ. της αλφα - φετοπρωτεΐνης. Η πρωτεΐνη αυτή συνήθως παράγεται από το έμβρυο. Όταν διασχίσει τον πλακούντα, ανιχνεύεται και στο αίμα της μητέρας. Τα μη φυσιολογικά επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης, στο αίμα μιας εγκύου που βρίσκεται στη 16η – 18η εβδομάδα της κύησης, ενδέχεται να σημαίνουν κάποια ανωμαλία του εμβρύου, όπως δισχιδή ράχη ή σύνδρομο Down. Τα επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης είναι φυσιολογικά αυξημένα, όταν πρόκειται να γεννηθούν δίδυμα. Υψηλά επίπεδα της ίδιας πρωτεΐνης εμφανίζονται και σε ενηλίκους, σε περιπτώσεις ηπατίτιδας και καρκίνου του ήπατος. 4) μ. της αμμωνίας. Παράγεται ως απόβλητο του οργανισμού, από τη χημική διάσπαση της πρωτεΐνης. Φυσιολογικά, μετατρέπεται σε ουρία, για να αποβληθεί από τους νεφρούς. Σε σοβαρές ηπατικές νόσους, όπως η κίρρωση ή η οξεία ηπατίτιδα, η αμμωνία συγκεντρώνεται στο αίμα. 5) μ. του ανθρώπινου πλακουντιακού γαλακτογόνου. Ορμόνη που παράγεται από τον πλακούντα (όργανο που παρέχει αίμα στο έμβρυο από τη μητέρα) και εμφανίζεται στο αίμα γύρω στον πέμπτο μήνα της κύησης, αυξάνεται σταδιακά μέχρι τον τοκετό και μετά εξαφανίζεται. 6) μ. των ανοσοφαιρινών. Πρωτεΐνες που παράγονται από τα λευκά αιμοσφαίρια, για την προστασία του οργανισμού από τις ασθένειες. Τα επίπεδα των πέντε διαφορετικών ειδών αυτών των πρωτεΐνών μπορούν να εξεταστούν σε δείγμα αίματος. Οι μ. γίνονται σε περιπτώσεις διαγνωστικής προσέγγισης λοίμωξης, κατά την εκτίμηση παθήσεων του ανοσοποιητικού συστήματος και σε περιπτώσεις μερικών κακοηθών όγκων, οπότε τα κύτταρα του όγκου παράγουν μη φυσιολογικές ανοσοσφαιρίνες. 7) μ. της αντιδιουρητικής ορμόνης. Ορμόνη που παράγεται από την υπόφυση και επιδρά στα νεφρά, προκειμένου να μειώνει την ποσότητα ύδατος που χάνεται με τα ούρα. Η διαδικασία αυτή βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας του ύδατος του οργανισμού. Η μ. αυτής της ορμόνης στο αίμα βοηθά στη διάγνωση του διαβήτη, οπότε παράγονται μεγάλες ποσότητες ούρων, συνήθως λόγω μειωμένης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης από την υπόφυση. 8) μ. των αντισωμάτων ερυθράς. Η ανίχνευση επαρκούς ποσότητας αντισωμάτων κατά της ερυθράς αποδεικνύει ανοσία στη νόσο. Αν μια έγκυος χωρίς ανοσία προσβληθεί από ερυθρά, ιδίως κατά τους τρεις πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, έχει πιθανότητα 50% το παιδί που θα γεννήσει να έχει κάποιο συγγενές ελάττωμα. Πριν από την εγκυμοσύνη, όλες οι γυναίκες, πρέπει να υποβάλλονται σε αυτό το τεστ. Αν δεν εντοπιστούν αντισώματα, η γυναίκα μπορεί να κάνει εμβόλιο για να αποκτήσει ανοσία. 9) μ. του ασβεστίου. Συνήθως, γίνεται μ. ασβεστίου στο αίμα, όπως και στα ούρα, στα κόπρανα και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Μ. ασβεστίου διενεργείται, όταν υπάρχουν υπόνοιες ανωμαλιών των παραθυρεοειδών αδένων (οι οποίες ελέγχουν τις ανάγκες του οργανισμού σε ασβέστιο και τη χρησιμοποίησή του), σε περίπτωση έλλειψης βιταμίνης D, στις νόσους των οστών και ιδιαίτερα στη νεφρική ανεπάρκεια. 10) μ. των βιταμινών. Η έλλειψη ορισμένων βιταμινών μπορεί να έχει βλαβερές επιπτώσεις, για παράδειγμα η έλλειψη βιταμίνης Β12 μπορεί να οδηγεί σε αναιμία, ενώ εκείνη της βιταμίνης Α σε νυκταλωπία. Βλαβερή μπορεί να είναι και η λήψη βιταμινών άνω του επιτρεπομένου ανά ημέρα ορίου. 11) μ. της γαστρίνης. Ορμόνη, που παράγουν τα κύτταρα του στομάχου και, σε μικρότερη έκταση, το πάγκρεας, ως αντίδραση στη λήψη τροφής. Αυτή η ορμόνη προκαλεί την απελευθέρωση οξέος από το στομάχι και την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας, ενώ αυξάνει τις συσπάσεις των μυών των τοιχωμάτων του στομάχου και του εντέρου, έτσι ώστε να προωθείται η τροφή μέσα στον πεπτικό σωλήνα. Η εξέταση γίνεται, όταν υπάρχουν πολλαπλά, σοβαρά και υποτροπιάζοντα έλκη του στομάχου και του δωδεκαδάκτυλου. Τα υψηλά επίπεδα αυτής της ορμόνης σηματοδοτούν την ύπαρξη όγκου, που εκκρίνει γαστρίνη και που συνήθως εντοπίζεται στο πάγκρεας. 12) μ. της γλυκαγόνης. Ορμόνη, που παράγει το πάγκρεας και ενισχύει τη χημική διάσπαση του γλυκογόνου (υδατάνθρακας που βρίσκεται αποθηκευμένος στο συκώτι και στους μυς) σε γλυκόζη (σάκχαρο στο αίμα). Η γλυκόζη κυκλοφορεί στο αίμα και χρησιμοποιείται για ενέργεια από τα κύτταρα του σώματος. Η μ. πραγματοποιείται, όταν υπάρχουν υποψίες υπογλυκαιμίας, για την παρακολούθηση του σακχαρώδη διαβήτη και προκειμένου να βοηθήσει στη διάγνωση ορισμένων σπάνιων όγκων του παγκρέατος. 13) μ. της γλυκόζης 6pd. Ένζυμο που φυσιολογικά υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η εξέταση αυτή γίνεται σε όλα τα νεογέννητα και, αν διαπιστωθεί έλλειψη που κληρονομείται κατά τον φυλοσύνδετο χαρακτήρα, το άτομο πρέπει να αποφεύγει ορισμένα φάρμακα και τροφές που επισπεύδουν την καταστροφή μεγάλων αριθμών ερυθρών αιμοσφαιρίων, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη κρίση αιμολυτικής αναιμίας (κυαμισμός). 14) μ. των δικτυοερυθροκυττάρων. Ανώριμα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα οποία μπορούν να μετρηθούν παρατηρώντας μια σταγόνα αίματος με το μικροσκόπιο. Όταν ο αριθμός τους είναι υψηλός, σημαίνει ότι ο νωτιαίος μυελός παράγει πρόσθετες ποσότητες ερυθρών αιμοσφαιρίων, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει την αναιμία ή να αναπληρώσει το αίμα, μετά από μια έντονη αιμορραγία. 15) μ. του διττανθρακικού άλατος. Ουσία πολύ σημαντική για τη διατήρηση του pH του αίματος. Σε περιπτώσεις αυξημένης αποβολής αυτής της ουσίας από το αίμα, λόγω νεφρικού προβλήματος, διάρροιας ή άλλου νοσήματος, το αίμα γίνεται ιδιαίτερα όξινο. Η μ. του διττανθρακικού άλατος διενεργείται σε συνδυασμό με άλλες –όπως η μέτρηση ηλεκτρολυτών του αίματος– και συνδυάζεται με τα αποτελέσματα της μέτρησης των αέριων του αίματος, προκειμένου να εκτιμηθούν τα επίπεδα του pH. Τα κύρια όργανα, που ευθύνονται για τη διατήρηση της ισορροπίας του pH, είναι οι νεφροί και οι πνεύμονες. 16) μ. της δραστηριότητας ρενίνης. Ορμόνη που παράγουν οι νεφροί, η οποία ερεθίζει τα επινεφρίδια να παράγουν μία άλλη ορμόνη, την αλδοστερόνη, που ελέγχει την πίεση του αίματος. Η ποσότητα ρενίνης στο αίμα μετριέται, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια της υπέρτασης, για να προσδιοριστεί το είδος της απαιτούμενης θεραπευτικής αγωγής, καθώς και όταν υπάρχουν υπόνοιες ασθενείας των επινεφριδίων. 17) μ. της θυλακιοτρόπου ορμόνης. Παράγεται από την υπόφυση και ενισχύει τη δραστηριότητα των ωοθηκών και των όρχεων. Το τεστ χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας αντρών και γυναικών, καθώς και εμμηνορρυσιακών ανωμαλιών. Η μ. γίνεται και στην προσπάθεια διάγνωσης πρώιμης ήβης των παιδιών. 18) μ. της ινσουλίνης. Η μ. της ποσότητάς της στο αίμα χρησιμοποιείται στη διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη και ινσουλινοπαραγωγών όγκων του παγκρέατος. Αφού ο εξεταζόμενος παραμείνει νηστικός επί 12 ώρες, γίνεται εξέταση αίματος. Έπειτα χορηγείται μια μετρημένη ποσότητα (σακχάρου) και η ινσουλίνη του αίματος μετριέται ανά ημίωρο, επί 3 έως 4 ώρες. Όταν υπάρχει σακχαρώδης διαβήτης, τα επίπεδα της ινσουλίνης είναι χαμηλότερα του φυσιολογικού, ενώ είναι υψηλότερα του φυσιολογικού στην περίπτωση ορισμένων όγκων του παγκρέατος. 19) μ. του ινωδογόνου. Πολύ σημαντική ουσία για την πήξη του αίματος. Όταν τραυματιστεί ένα αιμοφόρο αγγείο, σχηματίζει ινώδη νημάτια, τα οποία αποφράσσουν το αιμοφόρο αγγείο. Η μ. του γίνεται προκειμένου να προσδιοριστεί, αν τα χαμηλά του επίπεδα ευθύνονται για αιμορραγική διάθεση. Στα αίτια που δημιουργούν χαμηλά επίπεδα συμπεριλαμβάνονται οι σοβαρές ηπατικές νόσοι, οι καρκίνοι του προστάτη, του παγκρέατος ή των πνευμόνων, η συγγενής έλλειψη, καθώς και η περίπτωση κατά την οποία συντελείται υπερβολική πήξη αίματος, στη διάχυτη, παραδείγματος χάριν, ενδοαγγειακή πήξη ή σε χρόνια αιμορραγία. 20) μ. των ινωδολυτικών παραγωγών. Τεμάχια πρωτεΐνης, τα οποία απελευθερώνονται στο αίμα, μετά τον σχηματισμό θρόμβου, και αξιοποιούνται στον πωματισμό κάποιου τραυματισμένου αιμοφόρου αγγείου. Αυτά τα παράγωγα εμποδίζουν τον σχηματισμό αφύσικων θρόμβων, οι οποίοι μπορούν να παρακωλύουν την κυκλοφορία του αίματος. Η εξέταση γίνεται για να διαπιστωθεί, αν τα υψηλά επίπεδα τους ευθύνονται για τη μη πήξη του αίματος, πράγμα που οδηγεί σε παρατεταμένη ή μεγάλη αιμορραγία. Τα επίπεδα ανέρχονται και σε περίπτωση του συνδρόμου της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης, κατά το οποίο η πήξη του αίματος εντός των μικρών αιμοφόρων αγγείων γίνεται κατά μη φυσιολογικό τρόπο, σε όλο το σώμα. 22) μ. του καλίου. Βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών μέσα στα κύτταρα, συμβάλλει στη δράση των ενζύμων και ρυθμίζει την κίνηση του καρδιακού μυός. Συνήθως, η έλλειψή του οφείλεται σε αντίδραση σε κάποιο φάρμακο. Το αυξημένο κάλιο μπορεί να είναι απόρροια νεφρικής ανεπάρκειας, ηπατικής νόσου ή έλλειψης μιας ορμόνης, που παράγεται από τα επινεφρίδια. Μ. μπορούν να διεξαχθούν στο αίμα, στα ούρα, στον ιδρώτα, στο σάλιο και στο νωτιαίο υγρό. 23) μ. της καλσιτονίνης. Ορμόνη που παράγεται από τον θυρεοειδή αδένα και περιορίζει το επίπεδο ασβεστίου στο αίμα, επιβραδύνοντας τον ρυθμό με τον οποίο το ασβέστιο χάνεται από τα οστά. Τα υψηλά επίπεδα καλσιτονίνης ενδέχεται να σημαίνουν ύπαρξη ενός συγκεκριμένου είδους καρκίνου του θυρεοειδούς. 24) μ. του καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου. Πρωτεΐνη που παράγεται από το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Φυσιολογικά, η παραγωγή της σταματά πριν από τη γέννηση. Η εμφάνιση της στο αίμα ενδέχεται να οφείλεται σε αλκοολική ηπατίτιδα, σε απόφραξη της χοληφόρου οδού, στο κάπνισμα και σε διάφορα είδη καρκίνου. Η εξέταση δεν είναι ειδική για κάποια συγκεκριμένη νόσο, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση και την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας του καρκίνου του εντέρου και του παγκρέατος. 25) μ. των κετονών. Ουσίες που δημιουργούνται από μεταβολισμό των λιπών. Αυξημένες ποσότητες παράγονται, όταν δεν είναι επαρκής η γλυκόζη ως πηγή ενέργειας και ο οργανισμός αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα λίπους. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις πείνας ή ανεπαρκούς αντιμετώπισης του σακχαρώδη διαβήτη. Η εξέταση αυτή χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη και ορισμένων διαιτητικών μεθόδων μείωσης του σωματικού βάρους. 26) μ. της κορτιζόλης. Ορμόνη που εκκρίνεται από τον φλοιό του επινεφριδίου, ελέγχει τη χημική διάσπαση των πρωτεϊνών, ρυθμίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και βοηθά στη διατήρηση της σωστής κατανομής ύδατος και μεταλλικών αλάτων στον οργανισμό. Η μ. των επιπέδων της στο αίμα βοηθά στη διάγνωση ορμονικών παθήσεων, όπως είναι το σύνδρομο CUSHING (που οφείλεται σε αυξημένη έκκριση κορτιζόλης) και η νόσος του ADDISON (που οφείλεται σε μειωμένη ή ανύπαρκτη έκκριση). 27) μ. της λιπάσης. Ένζυμο που εκκρίνει το πάγκρεας και βοηθά στη χημική διάσπαση των τριγλυκεριδίων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον οργανισμό. Τα επίπεδα λιπάσης στο αίμα μετρώνται για τη διερεύνηση ασθενειών του παγκρέατος και συνήθως είναι παράλληλα με εκείνα ενός άλλου ενζύμου που παράγεται από το πάγκρεας (αμύλαση). 28) μ. των λιπιδίων. Λιπώδεις ουσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τα τριγλυκερίδια (το κύριο συστατικό του λίπους του οργανισμού), καθώς και τα φωσφολιπίδια και στεροειδή, όπως είναι η χοληστερόλη. Η μ. των λιπιδίων είναι πολύ σημαντική, προκειμένου να εκτιμηθεί το κατά πόσον κινδυνεύει κανείς από τη στεφανιαία νόσο. Μερικά άτομα έχουν μια κληρονομική προδιάθεση για αυξημένα επίπεδα ενός είδους λιπιδίου. 29) μ. των λιποπρωτεϊνών. Σχηματίζονται από το συνδυασμό των λιπιδίων με τα μόρια των πρωτεϊνών και κατατάσσονται ανάλογα με την πυκνότητά τους σε τρεις κατηγορίες: πολύ χαμηλής (VLDL), χαμηλής (LDL) και υψηλής (HDL). Η μ. των λιποπρωτεϊνών συντελεί στον προσδιορισμό του κινδύνου για ασθένειες της καρδιάς και των αρτηριών. Τα υψηλά επίπεδα των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών και τα χαμηλά των υψηλής πυκνότητας αυξάνουν τον κίνδυνο ασθενειών της καρδιάς και των αρτηριών. 30) μ. του μαγνησίου. Από τα μεταλλικά άλατα που αφθονούν στον οργανισμό. Βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα, το περισσότερο όμως υπάρχει στα οστά και στους μυς. Είναι πολύ σημαντικό για τη ρύθμιση της τροφοδοσίας και της χρήσης του ασβεστίου από τον οργανισμό και, έτσι, η μ. των επιπέδων του στο αίμα συνήθως συνδυάζεται με τη μ. του ασβεστίου. Η εξέταση γίνεται, όταν κάποιος παρουσιάζει ενδείξεις έλλειψης μαγνησίου, όπως είναι οι μυϊκοί σπασμοί, η ευερεθιστότητα και η αδυναμία. 31) μ. της μέγιστης ροής. Ο ανώτατος ρυθμός με τον οποίο μπορεί ένα άτομο να εκπνέει αέρα. Χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει τη λειτουργικότητα των πνευμόνων. 32) μ. του μολύβδου. Στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει τοξική αντίδραση, όταν εισέλθει υπερβολική ποσότητα στον οργανισμό. Η μ. των επιπέδων του στο αίμα ή στα ούρα βοηθά στην επιβεβαίωση κλινικής υποψίας μολυβδίασης. 33) μ.του νατρίου. Βοηθά στη ρύθμιση της ισορροπίας του ύδατος στον οργανισμό και είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία της καρδιάς, των νεύρων και των μυών. Η μ. των επιπέδων του στο αίμα και στα ούρα γίνεται στις περιπτώσεις κατακράτησης υγρών, για τον εντοπισμό των αιτίων κώματος και για τη διάγνωση ορμονικών και νεφρικών παθήσεων. 34) μ. του όγκου πλάσματος. Υγρό μέρος του αίματος, στο οποίο αιωρούνται τα αιμοσφαίρια. Για να μετρηθεί ο όγκος του, γίνεται μια ενδοφλέβια ένεση μιας μετρημένης δόσης μιας ειδικής, γαλάζιας, χρωστικής ουσίας. Όταν η χρωστική εξαπλωθεί στην κυκλοφορία του αίματος, λαμβάνεται δείγμα αίματος και μετριέται η ποσότητα της χρωστικής που περιέχεται σε αυτό. Από το βαθμό της αραίωσης, υπολογίζεται ο όγκος του πλάσματος. Η μ. του όγκου του πλάσματος, μερικές φορές, χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση αφυδάτωσης, οιδημάτων (συγκέντρωσης υγρού στους ιστούς), υποσιτισμού και παχυσαρκίας. 35) μ. του οινοπνεύματος. Γίνεται συχνά (με εξέταση της αναπνοής, του αίματος ή των ούρων) στους οδηγούς. Περίπου μισή ώρα, αφότου καταναλωθεί, το οινόπνευμα φθάνει στην υψηλότερη τιμή του στο αίμα. Έπειτα, βαθμιαία αποβάλλεται. Η εξέταση της περιεκτικότητας οινοπνεύματος στο αίμα αποτελεί σπουδαίο διαγνωστικό εργαλείο, όταν ένα άτομο χάσει τις αισθήσεις του χωρίς προφανή αιτία. 36) μ. των οιστρογόνων. Θηλυκή ορμόνη που παράγεται κυρίως από τις ωοθήκες. Τα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα ή στα ούρα μετρώνται, προκειμένου να διαπιστωθεί η αιτία υπογονιμότητας, η καθυστέρηση της εφηβείας ή οι εμμηνορρυσιακές ανωμαλίες. Αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων παρατηρούνται σε ηπατική κίρρωση, όγκο που παράγει οιστρογόνα, ή σε καρκίνο των όρχεων. Ένα είδος οιστρογόνων, η οιστριόλη, παράγεται από τον πλακούντα και αποβάλλεται στα ούρα της μητέρας. 37) μ. της ορμόνης ανάπτυξης. Εκκρίνεται από την υπόφυση και είναι βασική για τη φυσιολογική ανάπτυξη. Η μ. των επιπέδων της χρησιμοποιείται για τη διάγνωση ανωμαλιών στην ανάπτυξη, όπως ο νανισμός, η μεγαλακρία κλπ. 38) μ. των ορμονών του θυρεοειδούς. Η μ. των ορμονών τριιωδοθυρονίνης (Τ3) και θυροξίνης (Τ4) διεξάγεται για να ελεγχθεί η λειτουργία του θυρεοειδούς, για να βοηθήσει στη διάγνωση παθήσεων και για την παρακολούθηση της θεραπείας. Επίσης γίνεται στα νεογέννητα για την έγκαιρη διάγνωση του συγγενούς υποθυρεοειδισμού, που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα με θεραπεία υποκατάστασης, οδηγεί σε διανοητική καθυστέρηση και καθυστέρηση της ανάπτυξης. 39) μ. της ουρίας – αζώτου. Η ουρία παράγεται στο ήπαρ και είναι το κύριο τελικό προϊόν της χημικής διάσπασης της πρωτεΐνης. Αποβάλλεται από τους νεφρούς στα ούρα. Φυσιολογικά, υπάρχει πολύ λίγη ουρία στο αίμα. Όταν, όμως, η λειτουργία των νεφρών διαταράσσεται από ασθένεια, προκαλείται αύξηση της ουρίας – αζώτου στο αίμα. Το επίπεδο αυξάνεται και στις περιπτώσεις πυρετού ή εσωτερικής αιμορραγίας, καθώς και με τη λήψη ορισμένων φαρμάκων. Μειώνεται, όταν νοσεί το ήπαρ και στην περίπτωση που η υπόφυση έχει αυξημένη δραστηριότητα. 40) μ. του ουρικού οξέος. Η μ. της ποσότητάς του στο αίμα ή στα ούρα γίνεται κυρίως για τη διάγνωση της ουρικής αρθρίτιδας, καθώς και για την εκτίμηση της λευχαιμίας, της τοξιναιμίας κατά την κύηση και σε περίπτωση σοβαρής νεφρικής βλάβης. 41) μ. του ουροχολιγόνου. Κίτρινη χρωστική ουσία, σχηματιζόμενη από τη χημική διάσπαση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που αποβάλλονται από το ήπαρ στη χολή. Συνήθως, τα ούρα περιέχουν μικρή ποσότητα αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επίπεδα αυξάνονται. Η εξέταση γίνεται προκειμένου να βοηθήσει στη διάγνωση αιμολυτικής αναιμίας και ηπατικής βλάβης. 42) μ. του παράγοντα πήξης αίματος. Το αίμα περιέχει πολλές πρωτεΐνες, που είναι σημαντικές για την πήξη του. Το επίπεδο αυτών των πρωτεϊνών μπορεί να μετρηθεί ξεχωριστά στην κάθε μία, προκειμένου να εξακριβωθούν τα αίτια αιμορραγικών παθήσεων. Η μ. αυτή αποτελεί συμπληρωματική διαδικασία άλλων τεστ πήξης του αίματος. 43) μ. της παραθορμόνης. Παράγεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και ρυθμίζει τη συγκέντρωση ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα. Η μ. των επιπέδων της γίνεται συνήθως, όταν βρεθούν υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Βοηθά στον εντοπισμό υπερλειτουργίας των παραθυρεοειδών αδένων. 44) μ. του πλασμινογόνου. Πρωτεΐνη που διαλύει τα πήγματα αίματος. Η έλλειψή της μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα αυξημένη πήξη αίματος και, μερικές φορές, απόφραξη αιμοφόρων αγγείων από θρόμβους. 45) μ. των πορφυρίνων. Βοηθά στη διαγνωστική προσέγγιση ομάδας σπάνιων παθήσεων, που οφείλονται σε συγγενή σφάλματα μεταβολισμού, οπότε δεν τελείται σωστά ο βιοχημικός σχηματισμός της αιμοσφαιρίνης. Οι πορφυρίνες αποτελούν χημικές ουσίες, οι οποίες παράγονται στον οργανισμό, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. 46) μ. της προγεστερόνης. Ορμόνη που παράγεται από τις ωοθήκες και βοηθά στη ρύθμιση του εμμηνορρυσιακού κύκλου. Η μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα βοηθά στην εκτίμηση της λειτουργίας των ωοθηκών, στη διερεύνηση των αιτίων υπογονιμότητας ή της λειτουργίας του πλακούντα κατά τη διάρκεια της κύστης. 47) μ. της προλακτίνης. Ορμόνη, την οποία εκκρίνει η υπόφυση. Επειδή είναι απαραίτητη για την παραγωγή γάλακτος μετά τη γέννα, τα επίπεδά της ανέρχονται κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό. Η ορμόνη παράγεται από την υπόφυση, στους άντρες και στις μη εγκύους. Η εξέταση χρησιμοποιείται για τη διάγνωση ανωμαλιών της υπόφυσης, ιδίως όταν μια γυναίκα που έχει μόλις γεννήσει δεν μπορεί να θηλάσει. Επίσης, όταν η γυναίκα έχει προβλήματα κύκλου, υπογονιμότητας ή κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς και όταν πιθανολογούνται όγκοι στην υπόφυση. 48) μ. των πρωτεϊνών. Οι κυριότερες πρωτεΐνες στο αίμα είναι η λευκωματίνη και οι ανοσοσφαιρίνες. Μ. πρωτεΐνης διενεργείται στις ασθένειες των νεφρών και του ήπατος, όταν υπάρχουν υπόνοιες πολλαπλού μυελώματος (ενός είδους καρκίνου του μυελού των οστών) και όταν υπάρχουν προβλήματα αφομοίωσης των θρεπτικών ουσιών. Συνήθως, τα αποτελέσματα παρέχουν το σύνολο των πρωτεϊνών ή την αναλογία λευκωματίνης προς την ανοσοσφαιρίνη. Επίσης, μ. πρωτεΐνης γίνεται και στα ούρα, όπου η ανίχνευση και μικρών ακόμη ποσοτήτων λευκωματίνης αποτελεί ένδειξη ασθένειας των νεφρών. 49) μ. του ρευματοειδούς παράγοντα. Είδος πρωτεΐνης, που παράγει το ανοσοποιητικό σύστημα και υπάρχει στο αίμα περίπου του 75% των ατόμων που πάσχουν από ρευματοειδή πυρετό. Η μ. του χρησιμοποιείται κυρίως, όταν υπάρχουν υπόνοιες ρευματοειδούς αρθρίτιδας από το ιατρικό ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Μερικές φορές, το αποτέλεσμα του τεστ βγαίνει θετικό ακόμη και σε υγιή άτομα. 50) μ. της σεροτονίνης. Ανήκει στις χημικές ουσίες που μεταδίδουν τις νευρικές διεγέρσεις από το ένα κύτταρο στο άλλο. Η εξέταση μετράει ένα από τα παράγωγα της χημικής διάσπασης της σεροτονίνης στα ούρα. Σεροτονίνη εκκρίνεται σε αυξημένες ποσότητες από ορισμένους όγκους. 51) μ. του σιδήρου. Βασικό στοιχείο στη διαδικασία μεταφοράς οξυγόνου στο αίμα και στους μυς. Η μ. της ποσότητας σιδήρου γίνεται συχνά για τη διερεύνηση των αιτίων αισθήματος αδυναμίας και κόπωσης. Τα επίπεδα σιδήρου είναι χαμηλά στις περιπτώσεις αναιμίας, λοιμώξεων και καρκίνου. Μερικές φορές, απορροφάται υπερβολική ποσότητα σιδήρου και αποθηκεύεται στον οργανισμό, γεγονός που ανεβάζει τα επίπεδά του στο αίμα. Αυτή η κατάσταση αιτιάται για την εμφάνιση αιμοχρωμάτωσης και μεσογειακής αναιμίας. 52) μ. του συμπληρώματος. Ομάδα πρωτεϊνών του αίματος που βοηθούν στην καταστροφή ξένων κυττάρων και στην απαλλαγή από τις ξένες ύλες. Η ανεπάρκεια συμπληρώματος αυξάνει την ευπάθεια στις μολύνσεις και άλλα νοσήματα. Οι εξετάσεις αυτές βοηθούν στη διάγνωση παθήσεων του ανοσοποιητικού συστήματος. 53) μ. της τεστοστερόνης. Η κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από του όρχεις. Προκαλεί την εφηβεία στους άντρες και διατηρεί τα αντρικά χαρακτηριστικά. Στις γυναίκες, μικρές ποσότητες εκκρίνονται από τα επινεφρίδια και τις ωοθήκες. Η μ. της τεστοστερόνης στο αίμα βοηθά στη διάγνωση της δυσλειτουργίας των όρχεων ή των ωοθηκών, καθώς και στην αξιολόγηση των αιτίων της αντρικής υπογονιμότητας και της γυναικείας υπερτρίχωσης ή του φαινομένου των αντρικών φυσικών χαρακτηριστικών στις γυναίκες (αρρενοποίηση). 54) μ. της τρανσφερίνης. Δημιουργείται στο ήπαρ και μεταφέρει σίδηρο σε όλο το σώμα. Τα χαμηλά επίπεδα ενδέχεται να σημαίνουν ανεπαρκή παραγωγή, λόγω βλάβης του ήπατος, μεγάλη απώλεια πρωτεΐνης λόγω νεφρικής ασθένειας, οξεία ή χρόνια λοίμωξη ή κάποιες μορφές καρκίνου. Τα υψηλά επίπεδα σημαίνουν βαρύτατη αναιμία. Η ποσότητα της τρανσφερίνης στο αίμα ανέρχεται στις τελευταίες φάσεις της εγκυμοσύνης και όταν γίνεται χρήση αντισυλληπτικών χαπιών. 55) μ. της φεριτίνης. Πρωτεΐνη που συμβάλλει στην αποθήκευση σιδήρου στον οργανισμό. Η ποσότητα που εμφανίζεται στο αίμα είναι ευθέως ανάλογη, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο νόσημα, με την ποσότητα σιδήρου που είναι αποθηκευμένη στους ιστούς του σώματος. Η μ. αυτής της πρωτεΐνης γίνεται για τη διάγνωση των αιτίων παρατεινόμενης σιδηροπενίας ή για τη διάγνωση διάφορων παθήσεων, που δημιουργούν αύξηση των επιπέδων του σιδήρου. Σε αυτήν την κατηγορία συγκαταλέγονται οι ηπατικές νόσοι, η λευχαιμία ή οι χρόνιες λοιμώξεις. 56) μ. της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης. Παράγεται από την υπόφυση και ερεθίζει το εξωτερικό στρώμα (φλοιό) του επινεφριδίου να παράγει αρκετές διαφορετικές ορμόνες. Η μ. της ποσότητάς της στο αίμα βοηθά στη διάγνωση παθήσεων της υπόφυσης και των επινεφριδίων, όπως είναι η νόσος του Addison και το σύνδρομο του Cushing. 57) μ. του φυλλικού οξέος. Μετράται μια ομάδα βιταμινών που περιέχουν φυλλικό οξύ και είναι αναγκαίες για την παργωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων στον μυελό των οστών. Η έλλειψή τους οδηγεί σε αναιμία. Οι βιταμίνες αυτές υπάρχουν σε διάφορες τροφές και ιδιαίτερα στο συκώτι και στα ωμά λαχανικά. Επειδή ο οργανισμός μπορεί να αποθηκεύσει μικρή μόνο ποσότητα αυτών των βιταμινών, η ανεπαρκής λήψη στη διατροφή δεν αργεί να οδηγήσει σε έλλειψη. Ο κίνδυνος έλλειψης αυξάνεται κατά την εγκυμοσύνη. 58) μ. των φωσφορικών αλάτων. Συστατικά των οστών, που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη ρύθμιση του pH των υγρών του οργανισμού. Η μ. των επιπέδων τους στο αίμα και στα ούρα βοηθά στη διάγνωση ορμονικών παθήσεων, καθώς και παθήσεων των οστών και των νεφρών.
* * *η (ΑΜ μέτρησις) [μετρώ]η πράξη τού μετρώ, ο καθορισμός τού μεγέθους ή ποσού ενός πράγματος ως προς ορισμένη μετρική μονάδα, αλλ. καταμέτρηση, μέτρημα, μετρημόςνεοελλ.1. μτφ. υπολογισμός, περίσκεψη2. φρ. α) «μέτρηση μεγέθους»i) μαθημ. αριθμητικός λόγος ενός μεγέθους προς άλλο ομοειδές μέγεθος, το οποίο λαμβάνεται ως μονάδαii) (μετεωρ.) η εύρεση τού λόγου ενός μεγέθους προς την ομοειδή του μονάδα μέτρησηςβ) «γεωδαιτική μέτρηση» — μέτρηση η οποία γίνεται με σκοπό τον προσδιορισμό τής έκτασης και τής μορφής ενός τμήματος τής επιφάνειας τής Γηςγ) «απόλυτη μέτρηση» — μέτρηση κατά την οποία η τιμή τού προς μέτρηση μεγέθους εξάγεται από μαθηματικό τύπο ο οποίος εκφράζει τη φυσική σχέση τού μεγέθους αυτού προς άλλα γνωστά ή μετρημένα μεγέθηδ) «θεωρία μετρήσεων»μαθημ. η μελέτη τής διαδικασίας αντιστοίχισης αριθμών με αντικείμενα και με εμπειρικά φαινόμεναε) «πρότυπη μέτρηση»τεχνολ. μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. μήκους, χρόνου, βάρους κ.λπ., η οποία γίνεται με επίσημα προσδιορισμένες προδιαγραφές τόσο ως προς την ακολουθούμενη μέθοδο όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μονάδες αναφοράς τής μέτρησηςστ) «σταθμός μέτρησης»τεχνολ. θέση ή χώρος όπου είναι εγκατεστημένα κατάλληλα όργανα μέτρησηςαρχ.1. παροχή τροφής, σιτηρέσιο2. πληρωμή σε είδος.
Dictionary of Greek. 2013.